κοπρώνας

κοπρώνας
ο (ΑM κοπρών, -ῶνος) [κόπρος (Ι)]
1. τόπος όπου αποπατούν, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο
2. τόπος όπου συσσωρεύονται ακαθαρσίες και δύσοσμες ύλες
νεοελλ.
τόπος όπου σωρεύεται κοπριά που προορίζεται για λίπασμα
αρχ.
παροιμ. «εἰς κοπρῶνα θυμιᾱν» — λέγεται για μάταιο και ανώφελο ή για απρεπώς επιχειρούμενο έργο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοπρώνας — ο 1. τόπος στον οποίο ρίχνονται κόπρος και άλλες ακαθαρσίες. 2. απόπατος, αποχωρητήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπρῶνας — κοπρών place for dung masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόλιτον — βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α) 1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών 2. φρ. «βολίτου δίκη» δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα… …   Dictionary of Greek

  • ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… …   Dictionary of Greek

  • κοπρεών — κοπρεών, ώνος, ὁ (Μ) κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, βοσκ εών)] …   Dictionary of Greek

  • κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …   Dictionary of Greek

  • κοπροβολείον — κοπροβολεῑον, τὸ (Μ) 1. τόπος όπου συνήθως ρίχνουν ακαθαρσίες, κοπρώνας 2. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπροβόλος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κοπροβολῶ] …   Dictionary of Greek

  • κοπροστάσι — το τόπος όπου συσσωρεύεται κοπριά, κοπρώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στάσι (< στά σιον < ασθενές θ. στᾰ τού ἵστημι, πρβλ. ἔ στᾰ μεν, στᾰ τός + κατάλ. σιον), πρβλ. εικονο στάσι, λιο στάσι] …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

  • τάργανον — (I) τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λυδούς) όξος, ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα ανον (πρβλ. ξό ανον). Η σύνδεση τής λ. τόσο με τον τ. στεργάνος «κοπρώνας» όσο και με τη λ. τρύξ «νέο κρασί» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”